- αντευεργετικος
- ἀντευεργετικόςἀντ-ευεργετικός3платящий благодеянием за благодеяние Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντευεργετικός — ἀντευεργετικός, ή, όν (Α) αυτός που ανταποδίδει ευχαρίστως μια ευεργεσία … Dictionary of Greek
ἀντευεργετικός — disposed to return kindnesses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντευεργετικόν — ἀντευεργετικός disposed to return kindnesses masc acc sg ἀντευεργετικός disposed to return kindnesses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)